Τα χειροποίητα ενδύματα του terina project μεταφέρουν τη μαγεία της παιδικής δημιουργικότητας πάνω στο ύφασμα με στόχο να ντύσουν το ενήλικο σώμα.
Η ιδέα πίσω από το project συνδυάζει το παρελθόν με το παρόν της δημιουργού και την πολυετή επαφή της με την αυθεντική και ανεπιτήδευτη τέχνη των παιδιών.
Τα αποτυπώματα των παιδικών αναπαραστάσεων γεμάτα χρώμα, φαντασία και δημιουργικότητα έγιναν πηγή έμπνευσής για να τυπωθούν με οικολογικές βαφές σε φυσικά υφάσματα. Ενδύματα και άλλα δημιουργήματα κατασκευάζονται με στόχο να συνδέσουν κόσμους, να αφηγηθούν ιστορίες και να προσδώσουν μια ιδιαίτερη διάσταση συνδυάζοντας την παιδική αθωότητα και φαντασία με την ενήλικη αισθητική.
Η δημιουργική διαδικασία ξεκινά από τη συλλογή των παιδικών σχεδίων, την επεξεργασία και τη σύνθεση μιας νέας παράστασης πάνω στο ύφασμα που οδηγεί στη συνδημιουργία και την επικοινωνία με τον ενήλικο κόσμο. Έτσι, κάθε σχέδιο διατηρεί την ανεπιτήδευτη μορφή του, αποτυπώνοντας την αυθεντικότητα και τη φαντασία των παιδιών.
Μικρά καλλιτεχνήματα «μινιατούρες» αποκτούν μορφή από μικρά κομμάτια υφάσματος, ζωντανεύοντας την τέχνη της ανακύκλωσης υφασμάτων. Η ποικιλία των χρωμάτων, των υφών και των σχεδίων των ρεταλιών που είναι φιλικά προς το περιβάλλον προσφέρει ατελείωτες δυνατότητες για δημιουργική έκφραση.
Κάθε τέχνημα της συλλογής είναι φτιαγμένο με αγάπη, προσοχή στη λεπτομέρεια, εμπνευσμένο από την αθωότητα και τη χαρά της παιδικής δημιουργίας.
τέρην, -εινᾰ, -εν, γεν. τέρενος, -είνης -ενος (τείρω)· ποιητ. θηλ. γεν. τερένης, Δωρ. -ας. άπαντᾶ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 430, Ἀλκαῖος 60· (τείρω). Ποιητικό ἐπίθετ., — από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα τέρ- — σημαῖνον κυρίως, ὁ ἐκ τῆς τριβῆς λειανθείς, ὅθεν, λεῖος, μαλακός, λεπτός, τρυφερός, Λατ. tener, παρ’ Ὅμηρ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ οὐδ. τέρεν δάκρυ Ἰλ. Γ. 142, κλπ.· τέρενα φύλλα Ν. 180, Ὀδ. Μ. 357· τέρεν’ ἄνθεα ποίης Ι. 449· τέρεν αἷμα Ἐμπεδ. 348· τ. δέμας ὁ αὐτ. 353, 364· μεταφορ., τέρεν ἄνθος ἥβης Ἡσ. Θεογ. 988 –
ἀρσεν μόνον ἐν τῇ φράσει, τέρενα χρόα Ἰλ. Δ. 237, κ. άλλ., ὡς παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 520, ἐν Θεογ. 5· – θηλ., γλήχωνι τερείνη Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209· παρθένος τέρεινα Ἱππῶν. 82 (64)· παιδί τερείνη Θέογν. 261· τέρειναν ματέρ’ οἰνάνθας ὀπώραν Πινδ. Ν. 5. 10, ποιητ. γενικ., τερένας ὀπώρας Ἀλκαῖ. 60· τέριν’ ὀπώρα Αἰσχύλ. Ἱκ. 998· μυρσίναις τερείναις Ἀνακρέοντ. 33.1· τέρεινα δάφνη Ἴβυκ. 5 (7)· ὄψιν τέρειναν τήνδ’ ἔπλησα Μήδ. 905· – ἐπὶ ἤχου, τέρεν φθέγγεται (ἐξυπακ. ὁ αὐλός) Θέογν. 266· τερένων υπ’ αὐλῶν Ἀνακρ. 19. – Συγκρ. τερενώτερος Σαπφώ
To provide the best experiences, we use technologies like cookies to store device information. Consenting to these technologies will allow us to process data such as browsing behavior on this site. Not consenting or withdrawing consent, may adversely affect certain features and functions.